Αγαπητέ νεαρέ φίλε μου Γρηγόρη, ποτέ δεν δήλωσα ότι είμαι κατά της ψηφοφορίας. Είναι μια καθάρια διαδικασία επιλογής αιρετών εξουσιοδοτημένων προσωπικοτήτων, οι οποίοι καλούνται να μας διοικήσουν.
Είπα ότι αρνούμαι να ψηφίσω όλα τα υπάρχοντα κόμματα, γιατί, τα μεν δύο μεγάλα κόμματα απαξιώθηκαν, μη υπηρετώντας το λαό, αλλά τα μεγάλα αφεντικά τους που σ’ αντάλλαγμα, τους αφήνουν ασύδοτους και στο απυρόβλητο της ατιμωρησίας. Τα δε μικρά, διότι δεν αντιδρούν από κοινού στην φαυλότητα των κυβερνόντων, δεν παραιτούνται, σ’ ένδειξη αντιρρήσεων-διαμαρτυριών, αντίθετα, τους ανέχονται και επομένως γίνονται και αυτά συνένοχοι, σε βάρος του εκλογικού σώματος, του λαού και της χώρας μας. Χάριν της βουλευτικής μισθοδοσίας και κάποιων γνωστών και άγνωστων ανταλλαγμάτων ποιούνται τη νύσσα. Ως παράδειγμα ευαισθησίας, αναφέρω τον Στάθη Παναγούλη, Γιάννη Δημαρά, Τατούλη και κάποιοι άλλοι που δεν τους έχω πρόχειρους.
Μελέτη για τα τυχόν κωλύματα, μη αποδοχή και το ξεπέρασμα αυτών, για την επιτυχία του μοντέλου χρηστής διακυβέρνησης της χώρας δεν έχω. Θα ήταν αστείο να πιστέψουμε, ότι οι ωφελημένοι άμεσα και έμμεσα από το υπάρχον αντιλαϊκό καθεστώς θα το επέτρεπαν, έστω και αν ακόμα ήταν το τελειότερο σύστημα παραγωγής και δικαίας ανακατανομής του εθνικού μας πλούτου. Για τον απλούστερο λόγο ότι βρίσκεται στα χέρια και τη διάθεση των ελάχιστων προνομιούχων, νομοθετικά και καταστατικά κατοχυρωμένων.
Αλλά και ο ίδιος ο λαός που θεωρητικά είναι κυρίαρχος και αυτός επιλέγει, δήθεν, τους ταγούς του, σ’ ένα ανυπόληπτο και ψεγαδιασμένο κοινοβουλευτικό σύστημα έμμεσης δημοκρατίας, και που μ’ ένα τρόπο απατηλό, τον κρατούν διχασμένο και πολωμένο πολιτικά και θρησκευτικά, αδυνατεί να πάρει στα χέρια του τις δικές του τύχες.
Εν πάσει περιπτώσει, όμως, εάν συνενωθούν σ’ ένα πολιτικό φορέα, άνθρωποι με όραμα και βαθιά πίστη στα ανθρώπινα ιδεώδη, υπάρχει ελπίδα να πάρουν το χρίσμα από το λαό που είναι σε απελπιστική απόγνωση. Και αν γίνει αυτό τότε οι προνομιούχοι θ’ υποχρεωθούν να συμμορφωθούν στην νόμιμα εκλεγμένη πολιτική βούληση.
Για την Εκκλησία δεν έχει άλλη επιλογή. Είναι υποχρεωμένη να προσφέρει την υποστήριξή της στο πιστό ποίμνιο προσφέροντάς του προστασία από κάθε πονηρό και ύποπτο έλεγχο που τον οδηγεί σ’ υποταγή και εκμετάλλευση, κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής του, ξεκαθαρίζοντας ότι η Ουράνια Βασιλεία και ο τριαδικός τιμωρός Θεός είναι μεγέθη ανύπαρκτα.
Και αυτό πρέπει να γίνει με μια μεγαλειώδη Ποιμαντορική Διακοίνωση(Θρησκευτικό Μανιφέστο), εξηγώντας, ότι πλέον για το καλό της Πατρίδας των Ελλήνων Πολιτών, είναι αναγκαία η επιμόρφωση της νέας γενιάς μας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τους πανίσχυρους οικονομικούς ξένους επενδυτές στην εποχή της ασύνορης αγοράς, από ικανότατους και έμπειρους μέντορες που δεν είναι άλλοι, παρά μόνον οι πεφωτισμένοι και παντογνώστες ιεράρχες μας που με παράδοση 2000 χρόνων πωλούν με πλήρη επιτυχία, αόρατα και ανεπιβεβαίωτα αφηρημένα αγαθά, όπως η σωτηρία της «αθάνατης» ψυχής και η «ανάσταση» νεκρών.
Αυτή η προοπτική, ίσως σε προηγούμενες εποχές, είχε κάποια πέραση. Σήμερα, όμως στην ηλεκτρονική εποχή, που οι ανταγωνισμοί, ανάμεσα, στα έθνη τρέχουν με ασύλληπτη ταχύτητα, πρέπει να ενισχύσουμε τους αγωνιστές οικονομικά ενεργούς συμπολίτες μας και προ πάντων τη νέα γενιά μας, με σύγχρονη οργανοτεχνογνωσία, σε θέματα αγοράς, για τη σωτηρία και την επιβίωση του λαού, της χώρας και του έθνους μας.
Πρέπει να στήσουμε παραγωγικά και εμπορικά φρούρια, σ’ όλη την Οικουμένη και προπάντων, όπου Ελληνική παροικία. Ευτυχώς, είστε αρχιμάστοροι στη τέχνη της σοφιστικής δεξιοτεχνίας και το ποίμνιό σας και ευρύτερα ο Ελληνικός λαός έχει την ανάγκη της δεινής σας διδακτορικής αυτής εμπειρίας. Ανεβάστε την ανταγωνιστική του δυνατότητα, ώστε να τους μεταμορφώσετε σε διευθυντικά στελέχη της παραγωγικής και μεταπρατικής διαδικασίας.
Στο δεύτερο ερώτημά σου, το τι γίνεται, αν κάποιος λήπτης παραγωγικού δανείου δεν το επιστρέψει στο εξάμηνο. Απάντηση. Δεν ξανά παίρνει δάνειο και αρχίζει να επιβαρύνεται με τόκους πέραν του άτοκου εξαμήνου. Πέραν αυτού το δάνειο το χορηγεί, όπως είπαμε το τοπικό κατάστημα του Υπουργείου Οικονομικών. Και εκεί πρέπει να το επιστρέψει. Ο δανειολήπτης, έχει υποχρέωση ν’ εξαντλήσει κάθε προσπάθεια, σωστής αξιοποίησης του κονδυλίου. Δεν μπορεί να τα φάει σε σουβλάκια, σε γιορτές και πανηγύρια. Και ξέρεις κάτι; Και αν ακόμη καταστεί ανεπίδεκτος είσπραξης, το δημόσιο επιβαρύνεται μόνο κατά 5% που ισοδυναμεί με το κόστος των υλικών και την δαπάνη της εκτύπωσης των χρημάτων του δανείου.
Για το τρίτο ερώτημα σχετικά με τη φοροδιαφυγή, πρέπει να γνωρίζεις ότι στο μοντέλο, για το οποίο, συζητάμε, οι σημερινές εφορίες, δεν κυνηγούν τους μικρούς και «απαλλάσσουν» τους μεγάλους. Αλλάζει εντελώς ο ρόλος των καταστημάτων των Δ.Ο.Υ. Γίνονται αρωγοί και οικονομικοί σύμβουλοι των επιχειρηματιών.
Όσον αφορά το τέταρτο ερώτημά σου, νεαρέ φίλε Ρεθυμνιώτη, στο σύστημα που προτείνεται «εκτελούνται» τα απυρόβλητα και οι ατιμωρησίες προκαταβολικά, οι τυχών παραβάτες τιμωρούντα με τομή του δεξιού βραχίονα και του γεννητικού οργάνου των ανδρών, των δε γυναικών με τομή και την αφαίρεση του δεξιού μαστού, πέρα από την επιστροφή στο διπλάσιο του υπεξαιρεθέντος ποσού.
ΓΡΗΓΟΡΗ, στην υπόθεση του μοντέλου μας, αρνούμαστε να πληρώσουμε τα υπερχρεωμένα ποσά στους διεθνείς τοκογλύφους, για τα οποία μας ζητούν την κεφαλή μας επί δίσκου.
Δεν πρόκειται να πληρώσουμε σε δολάρια τίποτε και σε κανέναν από τους δανειστές. Να τα πάρουν από αυτούς που τα πήραν και τα σπατάλησαν πίσω από τη πλάτη και σε βάρος των Ελλήνων πολιτών. Μιλάμε για χρεωκοπία.
Ευρώ θα χρησιμοποιούμε, μόνο για αναγκαία εισαγόμενα είδη. Θα παραιτηθούμε από είδη «ντελικατέσεν, φρου-φρού και αρώματα». Θα περάσουμε με σύνεση και λελογισμένη λιτότητα λίγα χρόνια. Όμως σίγουρα θα ξεπερασθεί η φτιαχτή κρίση.
Τράπεζες καταργούνται, αφού η διαχείριση του χρήματος θα γίνεται από το κράτος και μάλιστα χωρίς επιτόκια και τόκους, μέσα από τα καταστήματα του Υπουργείου Οικονομικών-Εφορίες. Τα δικά μας ευρώ θα κυκλοφορούν στη ισοτιμία των 150 δραχμών. Τα ευρωπαϊκά ευρώ θα εξαργυρώνονται στην τουριστική Ελληνική Αγορά αντί 150 δρχ. Όλα τα ξένα νομίσματα θα εξαργυρώνονται στη μισή τιμή, έναντι της σημερινής ισχύουσας ισοτιμίας.