Αξιόπιστα τα νέα και καταξιωμένη η δημοσιογράφος. Πράγματι έχει δίκαιο η Νaomi. Σώσαμε από την απαξίωση το ΔΝΤ. Είχε γίνει συνώνυμο με την καταστροφή κρατών που του ζήτησαν οικονομική στήριξη.
Οι εθνοπατέρες μας διαπρέπουν στην υπογραφή καταστροφικών συμβάσεων, για τη χώρα και το λαό μας.
Όμως, ίσως προλαβαίνουμε, να επανορθώσουμε. Μπορούμε να αμφισβητήσουμε την εγκυρότητα υπογραφής ενός υπουργού, να δεσμεύει τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός λαού στη χώρα του.
Αλλά, για να γίνει αυτό, πρέπει, ν’ αφυπνισθεί ο λαός και να καταργήσει το αντιλαϊκό καθεστώς και τους επίορκους μειοδότες εκπροσώπους του. Αν δεν γίνει αυτή η ανατροπή, τα δύο αστικά κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, θα εκχωρήσουν, με την εδαφική μας ακεραιότητα, κ’ εμάς, ως υποζύγια, και θα μας βυθίσουν στην εξαθλίωση, για καμιά χιλιετία! Μπροστά στην αιωνιότητα δεν είναι και πολλά τα χίλια χρόνια.
Όσο για τους θύτες μας, θα μεταμορφωθούν, και πάλι, σε θεόσταλτους ποιμένες και σε τρυφερούς εθνοπατέρες. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει το σκηνικό. Αυτό είχε επαναληφθεί πολλές φορές και συνεχίζεται
Σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους, σε καιρούς σκλαβιάς και σε διαλείμματα ειρήνης, οι θύτες καβαλούν τους μουζίκους.
Πάντως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. «Ολίγον ξαποσταίνει» και πάντα προς τη δόξα τραβά-τραβά-τραβά!», όπως ισχυρίζεται ο εθνικός μας ποιητής. Και πάνω απ’ όλα: «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια».
Δεν θα πάψω να ισχυρίζομαι, ότι ο λαός, οι ποιμένες και οι εθνοπατέρες, αποφασισμένοι και ενωμένοι, μπορούμε ν' αναπτυχθούμε και να τρώμε με χρυσά κουτάλια, σ' ένα διαρκές συνετό και μη σπάταλο σύστημα δικαιοσύνης, ισονομίας, αρίστης παιδείας και αγωγής. Να ζήσουμε ανθρώπινα και να μεγαλουργήσουμε.
Και αυτό μπορούμε να το πετύχουμε, χωρίς θεούς, δαίμονες, αφέντες και μουζίκους, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Στόχος μας η αυτοπαραίτηση, για τον διπλανό μας. Και πώς θα παράγουμε με ευχαρίστηση, προσφέροντας ο ένας στον άλλο περισσότερα υλικά και συναισθηματικά αγαθά, με αποκορύφωση το απόλυτο σεβασμό και την άδολη αγάπη. Δεν ζητώ και πολλά! Ζητώ το ακατόρθωτο. Και όμως σε μια κρίσιμη περίοδο, σαν και τη σημερινή, εκείνο που θα μας σώσει, είναι να τα δώσουμε όλα ο ένας, για τον άλλο και τη ζωή μας ακόμα, αν χρειασθεί. Έτσι πραγματοποιείται το ακατόρθωτο.
Το έγραψα πολλές φορές και σ’ άλλα γραπτά μου. Το ακατόρθωτο πέτυχαν οι Έλληνες πολλές φορές σε πολύ δύσκολες και επικίνδυνες ιστορικές περιόδους. Μια από αυτές που γνωρίζω από πρώτο χέρι, από τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του πατέρα μου Μιλτιάδη Αναστασιάδη, οπλαρχηγού, υπό την Γενική Διοίκηση του Κολοκοτρώνη του Πόντου Τάσου Παπαδόπουλου, του επονομαζόμενου Γοτσά Αναστάς.
Αναφέρεται στη δεύτερη περίοδο της Κεμαλικής γενοκτονίας του 1918-1922, σε βάρος του Ελληνισμού του Πόντου(η πρώτη των Εμβερ, Ταλαάτ και Τσεμαλ Τσεβήτ έγινε, σ’ ολόκληρο τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας το 1915). Όταν οι Έλληνες 18 χωριών, γύρω από την Τοκάτη, το ορεινό Απέch και άλλες περιοχές κατέφυγαν στην προστασία των απάτητων εκατό κορυφογραμμών της ογκώδους οροσειράς του Τόπ Τσαμ. Που αριθμούσαν περί τους 5.000 συνολικά γυναικόπαιδα και άνδρες, μεταξύ των οποίων, μόνον οι 65 ήσαν οπλισμένοι, γιατί στη συντριπτική πλειοψηφία παρέδωσαν τον οπλισμό τους, κατ’ εντολή των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ και την ενθάρρυνση του Ε. Βενιζέλου, στα Τούρκικα Αστυνομικά Τμήματα που ελέγχονταν από τους Άγγλους «συμμάχους» μας, μέχρι και τέλη Απριλίου 1919.
Τα όπλα αυτά τα είχαν εφοδιασθεί από τον ρώσο στρατηγό Αρτάτωφ που έδρευε στην Τραπεζούντα και η σφαίρα επιρροής του έφθανε μέχρι και την Ποντική Τρίπολη που συνόρευε με τον Κεντρικό και Δυτικό Πόντο. Περιοχές που εποφθαλμιούσε η στρατιωτική εκστρατευτική Διοίκηση της Τσαρικής Ρωσίας. Για το σκοπό αυτό είχαν οπλίσει τους Έλληνες του Κεντροδυτικού Πόντου, πολύ πριν από τη λήξη του Β΄ Π. Πολέμου που έγινε, με την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας-Τουρκίας, μελών της Σιδεράς Συμμαχίας, τον Νοέμβριο του 1918.
Εκεί στα ριζά της ψηλότερης κορυφής του Σιβρί Τεπέ, ύψους 3480 μ, ήταν το στρατηγείο των ανταρτών και οι σκηνές και καλύβες που στήθηκαν, για να στεγάσουν γηρατειά, παιδιά και γυναίκες, στις 13-04-1919, κάτω από συνθήκες δριμύτατης χιονοθύελλας και απελπισίας, για το τί τους ανέμενε στο εγγύτατο μέλλον, μακριά από την θαλπωρή των σπιτιών και των άλλων υποστατικών τους που βιαστικά και με πόνο ψυχής εγκατέλειψαν.
Βασανιστικά και γεμάτα αβεβαιότητα στροβίλιζαν στο μυαλό τους τα ερωτηματικά. Πώς θα γλυτώσουν από τους αιμοσταγείς τσέτες και τα καταδιωκτικά συντάγματα τακτικών στρατευμένων, ορκισμένων, να αφανίσουν τους προγραμμένους γκιαούρηδες που πήραν τα όρη, τα βουνά. Τι θα τρώνε ; Πως θα προστατεύσουν τα νήπια, τα παιδιά, τους γέρους, από το αφόρητο ψύχος; Τι θα κάνουν με όπλα και πυρομαχικά;
Αυτοί, λοιπόν, οι εγκαταλειμμένοι και ξεγραμμένοι από τη μητροπολιτική Ελλάδα, που ο δεκάχρονος διχασμός Βενιζελικών και Κωνσταντινικών , δεν τους άφηνε καμιά πιθανότητα να ελπίζουν την παραμικρή ελπίδα, όποιας βοήθειας, κατόρθωσαν να γίνουν μια πυγμή, μια ψυχή και να γράψουν την Εποποιία του Ακατόρθωτου. Υπερασπίστηκαν με νύχια και δόντια το κρυσφύγετο, στ’ οποίο κατέφυγαν, με τ’ αγαπημένα μέλη τους. Αποφασισμένοι να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη, απέκρουσαν εκατοντάδες πιεστικότατες επιθέσεις και πολιορκίες και από 65 ανέβηκαν σε 3500 οπλίτες, με λάφυρα από τον εχτρό. Το ασφαλές αυτό καταφύγιο έδωσε άσυλο, μέχρι και τις 20-09-1922, συνολικά σε 30.000 ψυχές.
Από τρομαγμένοι φυγάδες του πρώτου δεκαήμερου τ’ Απρίλη του 1919, μεταμορφώθηκαν σε γενναίους υπερασπιστές και ξακουστούς πολέμαρχους, μέχρι και τις 20 Σεπτεμβρίου του 1922, όταν ο συνταγματάρχης Λίβα πασάς, ο σκληρός διώκτης τους, τους ανήγγειλε την πρόταση της ανταλλαγής πληθυσμών που αποφάσισαν οι Βενιζέλος και Κεμάλ. Στα τριάμισι χρόνια δεν επέτρεψαν Τούρκικο πόδι στη μικρή αλλά ένδοξη άμεση δημοκρατική κοινόβια πολιτεία που έστησαν από το πουθενά.
Η γραπτή ανακοίνωση του Λίβα που παραδόθηκε στα χέρια του αρχκαπετάνιου Κοτσά Αναστάς έγραφε: 1/ Ότι έγινε συμφωνία ανακωχής και ανταλλαγής πληθυσμών, ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα. 2/ Ο Κεμάλ σας αμνήστευσε, για όλα τα εγκλήματά σας, 3/ εγώ σας εγγυώμαι να σας μεταφέρω χωρίς να σας αφαιρεθεί ούτε μία τρίχα της κεφαλής σας, μέχρι τα Ελληνικά πλοία, και 4/ να παραδώσετε τα όπλα σας.
Την απάντηση που συνέταξε ο οπλαρχηγός πατέρας μου, με το ψευδώνυμο Κιορ Μιλτίκ πασάς, γιατί είχε απωλέσει τον ένα οφθαλμό του, τετραετής, παρακολουθώντας τον πατέρα του Σάββα, να σμιλεύει μία μυλόπετρα, την υπαγόρευσε ο ίδιος ο Κυβερνήτης του τελευταίου αυτόνομου κρατιδίου των Ελλήνων του Πόντου, με σταθερή αποφασιστική φωνή και αετίσια ματιά, προφέροντας σιγά και φωναχτά τα παρακάτω λόγια, 100% αντάξια της Ελληνοπρεπούς εθνικής παράδοσης αγωνιστών που ξέρουν να παζαρεύουν, με μόνα κριτήρια την ασφάλεια και το συμφέρον των γυναικόπαιδων, την ζωή των οποίων, πάσει θυσία υπερασπίζονταν. Το κείμενο που συντάχθηκε στην ιστορική αυτή απάντηση, έλεγε:
«Συνταγματάρχη Λίβα αγά πασά, μας ζητάς δύσκολα και απαράδεκτα πράγματα. Αυτός ο τόπος μας ανήκει εδώ και τρείς περίπου χιλιετίες. Μας τον κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Εδώ γεννήθηκαν κι’ ανδρώθηκαν, εβδομήντα περίπου γενιές. Εδώ πρωτοείδαμε το φως του φωτοδότη και ζωοδότη Ήλιου, εμείς και τα παιδιά μας. Εδώ έχουμε τα οικοστατικά, κινητά και ακίνητα. Πώς μπορούμε, να τ’ εγκαταλείψουμε και να φύγουμε; Εδώ σ’ αυτόν τον τόπο διαμορφώθηκε η πολιτιστική μας παράδοση και κληρονομιά.
Ύστερα, πώς μας ζητάς, να σου παραδώσουμε τα όπλα, αυτά τα τιμημένα, με τ’ οποία περιφρουρήσαμε τη ζωή μας, την ζωή των γερόντων γονέων, των γυναικών και των παιδιών; Τέλος η οριστική μας πρόταση, εφόσον είναι ειλικρινείς οι προτάσεις σας και στ’ αλήθεια δεν μπορούμε, παρά να πειθαρχήσουμε στις αποφάσεις των δύο πολυχρονεμένων ηγετών μας, Μουσταφά Κεμάλ και Ελευθερίου Βενιζέλου, είναι η παρακάτω που με πόνο καρδιάς αποφασίζουμε και προτείνουμε 30.000 ψυχές σύσσωμες: Πρώτον δεχόμαστε την διαβεβαίωση , ότι θα μας εξασφαλίσεις την ασφάλεια των γυναικόπαιδών μας από αυτό το ιερό βουνό, μέχρι και τα Ελληνικά πλοία. Μέχρι τότε θα κρατήσουμε τα όπλα , ως εγγύηση και πρόληψη όποιας παρασπονδίας. Μόλις βεβαιωθούμε, ότι παραδόθηκαν οι φαμίλιες μας, εμείς θα σας παραδώσουμε τα όπλα. Εάν πασά μου πάθουν κάτι οι οικογένειές μας, τότε επειδή δεν θα έχει νόημα πλέον η ζωή μας, θα πάρουμε εκδίκηση πολεμώντας μέχρι και τον τελευταίο από τους 3500 οπλίτες μας. Αυτά και αναμένουμε την κατανόηση και την στρατιωτική τιμή σας».
Η συμφωνία τηρήθηκε εις το ακέραιο, ο Λίβας χορήγησε ειδικό φιρμάνι, σε κάθε οικογένεια, με το οποίο έδιδε διαταγή, σε κάθε πολιτική , αστυνομική και στρατιωτική Αρχή, για την ασφαλή μεταφορά στα λιμάνια της νότιας Κασπίας Θάλασσας, από τα οποία θα επιβιβάζονταν στα πλοία προς την αγαπημένη μητέρα Ελλάδα, όπως πίστευαν.
Οι αντάρτες οι πιο εμπειροπόλεμοι, καμιά εφτακοσαριά, κράτησαν τα όπλα και οι υπόλοιποι έφυγαν ως άοπλοι με τα γυναικόπαιδα. Οι επτακόσιοι από τη Τέρμε της Οινόης, αφού επιβιβάστηκαν, για την Ελλάδα, τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, έφυγαν, με ναυλωμένα καΐκια προς τη Οδησσό της Κριμαίας και οι μισοί προς την Βουλγαρική Κωστάντζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου